φληναφήματα

φληναφήματα
φληνάφημα
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λόγια — τα (Μ λόγια) 1. λέξεις ή φράσεις, κουβέντες, λόγοι 2. φρ. α) «με δυο λόγια» ή «με λίγα λόγια» κοντολογίς β) «χάνω τα λόγια μου» μάταια προσπαθώ να πείσω νεοελλ. φρ. α) «κακά λόγια» αισχρολογίες, βωμολοχίες β) «καλά λόγια» επαινετικοί λόγοι γ)… …   Dictionary of Greek

  • μπουρμπουλήθρα — η 1. φυσαλίδα που σχηματίζεται στην επιφάνεια τού νερού 2. στον πληθ. οι μπουρμπουλήθρες μτφ. αερολογίες, φληναφήματα, ανοησίες 3. φρ. «δεν πας να κάνεις μπουρμπουλήθρες» δεν πας να πνιγείς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. που εμφανίζει επίθημα ήθρα… …   Dictionary of Greek

  • παπαρδέλα — η συν. στον πληθ. οι παπαρδέλες ανοησίες, μωρολογίες, φληναφήματα, λόγια τού αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από παραφθορά τού μσν. πεπραδῖλαι «πορδές» (< πέρδομαι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”